🇬🇧 en el 🇬🇷
bipolar disorder noun |
|
---|---|
|
διπολική διαταραχή, διπολική συναισθηματική διαταραχή |
Wiktionary Links
- English: bipolar disorder
bipolar disorder noun |
|
---|---|
|
διπολική διαταραχή, διπολική συναισθηματική διαταραχή |